περιαυγασμός
English (LSJ)
ὁ,
Greek (Liddell-Scott)
περιαυγασμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Δαμασκ. π. Ἀρχ. σ. 227 Κομμ.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιαυγάζω
λάμψη, στιλπνότητα.
ὁ,
περιαυγασμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Δαμασκ. π. Ἀρχ. σ. 227 Κομμ.
ὁ, Α περιαυγάζω
λάμψη, στιλπνότητα.