στιλπνότητα
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
Greek Monolingual
η / στιλπνότης, -ότητος, ΝΜΑ στιλπνός
η ιδιότητα του στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα του χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν. Κομν.
γ. «στιλπνότης τῆς σελήνης», Πλούτ.).