στιλπνότητα
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
η / στιλπνότης, -ότητος, ΝΜΑ στιλπνός
η ιδιότητα του στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα του χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν. Κομν.
γ. «στιλπνότης τῆς σελήνης», Πλούτ.).