στιλπνότητα

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

η / στιλπνότης, -ότητος, ΝΜΑ στιλπνός
η ιδιότητα του στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα του χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν. Κομν.
γ. «στιλπνότης τῆς σελήνης», Πλούτ.).