σπέκλον

Revision as of 23:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

τό,= Lat.

   A speculum, mirror, Alex.Aphr. in Sens.29.7.    2 = Lat. lapis specularis, i.e. mica or talc, Hippiatr.70,130, 150: hence σπεκλοποιός, ὁ, specularius, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σπέκλον: τό, = τῷ Λατ. speculum, καθρέπτης, Ζωναρ.˙ ἐντεῦθεν σπεκλο-ποιός, ὁ, specularius, Γλωσσ.

Greek Monolingual

το, ΜΑ, και σφέκλον Α
μσν.
παράθυρο από ημιδιαφανή σχιστόλιθο
αρχ.
1. καθρεφτάκι
2. είδος στιλπνού σχιστολίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculum «κάτοπτρο»].