σχηματοποιία

Revision as of 23:19, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A configuration, grouping, of a constellation, Eratosth.Cat.3.    2 in writings, mannerism, Aristid.Rh.2p.535S. (pl.).    3 pantomimic gesticulation, Ath.14.628e.

Greek (Liddell-Scott)

σχηματοποιία: ἡ, ἡ σχετικὴ θέσις ἀστέρων, σύμπλεγμα αὐτῶν, ἐπὶ ἀστερισμῶν, Ἐρατοσθ. Καταστ. 3. 2) ἐν συγγράμμασιν, ὁ ἰδιαίτερος τρόπος τοῦ συγγραφέως, ὁ τυπικὸς καὶ προσκορής, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 440. 3) παντομιμικὴ χειρονομία, Ἀθήν. 628Ε.