ἰδιαίτερος

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐαίτερος Medium diacritics: ἰδιαίτερος Low diacritics: ιδιαίτερος Capitals: ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: idiaíteros Transliteration B: idiaiteros Transliteration C: idiaiteros Beta Code: i)diai/teros

English (LSJ)

ἰδῐ-ατος, Comp. and Sup. of ἴδιος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1235] ἰδιαίτατος, s. ἴδιος.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιαίτερος: и ἰδιώτερος 3 compar. к ἴδιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιαίτερος: -ατος, Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ ἴδιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, -έρα, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» — ο τόπος γέννησης
γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῖς ζῴοις εἰσὶ, τοῦτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», Αριστοτ.)
2. ο ξεχωριστός, ο εξαίρετος («ιδιαίτερες ικανότητες»)
νεοελλ.
1. ο προσεγμένος, ο φροντισμένος («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)
2. ο μη κοινός με άλλους, ο χωριστός («ιδιαίτερο υπόμνημα»)
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιδιαίτερος, η ιδιαιτέρα
προσωπικός αποκλειστικά γραμματέας αξιωματούχου, συνήθως υπουργού
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιαίτερα
προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»).
επίρρ...
ιδιαιτέρως και ιδιαίτερα
1. χωριστά από τους άλλους, μεμονωμένα («θέλω να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)
2. εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. συγκρ. βαθμού -αιτερος (αντί -οτερος / -ωτερος), πρβλ. ησυχαίτερος, παλαίτερος].

Greek Monotonic

ἰδιαίτερος: -ατος, ανωμ. συγκρ. και υπερθ. του ἴδιος.