ατος, τό,
A trouble, confusion, dub. in Anon.Herc. 418 Fr.2.4.
[Seite 1164] τό, das was in Verwirrung setzt (?).
τύρβασμα: ταραχή, σύγχυσις, ἐνόχλησις, Φιλῆς 12. 7.
-άσματος, τὸ, ΜΑ τυρβάζωταραχή, σύγχυση.