ὑγιάζω

Revision as of 09:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

[ῠ], fut.

   A -άσω LXX Ez.47.9: pf. ὑγίᾰκα ib.Le.13.37: (ὑγιής): —make sound or healthy, heal, cure, Arist.Pol.1287a37, Top.101b9, PCair.Zen.34.11 (iii B. C.), PSI6.665.6 (iii B. C.), Polystr.p.24 W., Phld.Rh.1.370S., Ti.Locr.104d:—Pass., become healthy, get well, Hp. Aph.6.6, de Arte4, 5, Arist.Rh.1392a11, Top.117a19, Ph.229b4, PCair.Zen.34.12 (iii B. C.), LXX Le. 13.18, al.; ὑγιασθεὶς ἐκ τοῦ τραύματος Plb. 3.70.5: also intr. in Act., become healthy, LXX Ez.47.8,9.

German (Pape)

[Seite 1170] gesund machen, heilen, τὰ σώματα Tim. Locr. 104 d; pass. gesund werden; Arist. phys. 5, 5; ὑγιασθείς Pol. 3, 70, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγιάζω: μέλλ. -άσω, (ὑγιὴς) κάμνω τινὰ ὑγιᾶ, θεραπεύω, «γιατρεύω», Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7, Τοπ. 1. 3, Τίμ. Λοκρ. 104D. - Παθ., γίνομαι ὑγιής, θεραπεύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 1, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 9, Φυσ. 5. 5, 5· ὑγιασθεὶς τοῦ τραύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. ὑγιάσθην;
rendre sain ou bien portant, guérir.
Étymologie: ὑγιής.

Greek Monolingual

Α ὑγιής
1. θεραπεύω, γιατρεύω
2. (αμτβ.) θεραπεύομαι
3. μέσ. ὑγιάζομαι
μτφ. ανακτώ την ψυχική και τη διανοητική μου υγεία.

Russian (Dvoretsky)

ὑγιάζω: (ῡ) лечить, вылечивать, исцелять (τοὺς κάμνοντας Arst.); pass. выздоравливать, aor. pass. ὑγιασθῆναι быть здоровым Plat., Arst.: ὑγιασθεὶς ἐκ τοῦ τραύματος Polyb. поправившийся от раны.