ἐπιθύμησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A longing, desire, κακῶν Is.Fr.158.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, das Begehren, Verlangen, Arist.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
désir.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
Greek Monolingual
ἐπιθύμησις, ἡ (Α) επιθυμώ
σφοδρή επιθυμία, πόθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθύμησις: εως ἡ Isae. = ἐπιθύμημα 2.