ἐπιθύμημα
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
-ατος, τό,
A object of desire, Id.Lg.687c (sg.), Arist.EN1118a13, X.Hier.4.7 (pl.).
II. yearning, desire, Hp. de Arte 1, Antipho Soph. 110, Epicur.Fr.141: pl., Philyll.30.
German (Pape)
[Seite 943] τό, das Begehrte, Xen. Hier. 1, 23; das Begehren, der Wunsch, Plat. Legg. III, 687 c; πωμάτων VI, 782 a; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet d'un désir;
2 désir.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
Greek Monolingual
ἐπιθύμημα, τὸ (Α) επιθυμώ
1. το αντικείμενο επιθυμίας, επιθυμητό, ποθητό πράγμα («πάντων ανθρώπων ἐστί κοινόν ἐπιθύμημα ἕν τι», Πλάτ.)
2. επιθυμία, πόθος.
Greek Monotonic
ἐπιθύμημα: [ῡ], -ατος, τό, αντικείμενο πόθου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθύμημα: ατος (ῡ) τό
1 предмет желаний, желаемое Xen.;
2 (горячее), желание, вожделение, Plat., Plut.
Middle Liddell
ἐπιθύ¯μημα, ατος, τό, [from ἐπιθυμέω
an object of desire, Xen.