ὠφελητικός

Revision as of 10:06, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ή, όν,

   A helpful, useful, Ph.1.14, Fr.55 H., Arr. Epict.2.10.23, Aristid.Quint.2.9, Dam.Isid.296.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφελητικός: -ή, -όν, βοηθητικός, χρήσιμος, Φίλων 1. 120.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ωφέλιμος, βοηθητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ητικός (πρβλ. βοηθ-ητικός)].