ὠφελητικός

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφελητικός Medium diacritics: ὠφελητικός Low diacritics: ωφελητικός Capitals: ΩΦΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōphelētikós Transliteration B: ōphelētikos Transliteration C: ofelitikos Beta Code: w)felhtiko/s

English (LSJ)

ὠφελητική, ὠφελητικόν, helpful, useful, Ph.1.14, Fr.55 H., Arr. Epict.2.10.23, Aristid.Quint.2.9, Dam.Isid.296.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφελητικός: -ή, -όν, βοηθητικός, χρήσιμος, Φίλων 1. 120.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ωφέλιμος, βοηθητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ητικός (πρβλ. βοηθητικός)].