ἀποσήθω
English (LSJ)
A sift off, separate by sifting, Dsc.5.88. 2 metaph., riddle completely, rob, Herodic. ap. Ath.13.591c.
German (Pape)
[Seite 324] durchseihen, ὕδωρ Hippocr.; übertr., aussieben, ausbeuteln, neben ἀποδύειν τοὺς συνόντας Herodic. bei Ath. XIII, 591 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσήθω: κοσκινίζω, χωρίζω διὰ κοσκινίσματος, ἀποσήθοντες τοῦ πυροῦ τὸ τρόφιμον Κλήμ. Ἀλ. 164: ― στραγγίζω, σουρώνω, ὕδωρ, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μεταφ. «ξεστραγγίζω», γυμνώνω τινά, κατακλέπτω αὐτόν, «Ἡρόδικος δὲ... τὴν Φρύνην παρὰ τοῖς ῥήτορσι... Σηστὸν καλεῖσθαι διὰ τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας» Ἀθήν. 591C.
Spanish (DGE)
cribar, cerner en v. pas. τὸ πρῶτον ἀποσησθέν en la confección de albayalde, Dsc.5.88
•act. fig. τοὺς συνόντας de una hetera cribar, esquilmar a sus amantes, Herodicus en Ath.591c.
Greek Monolingual
ἀποσήθω (Α)
1. κοσκινίζω
2. σιγά σιγά κατακλέβω την περιουσία κάποιου.