δευτερολόγος

Revision as of 13:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A second speaker, Teles p.5 H.

German (Pape)

[Seite 553] ὁ, der zweite Schauspieler, zweite Redner, Tsles bei Stob. flor. 5, 67.

Greek (Liddell-Scott)

δευτερολόγος: -ον, = δευτεραγωνιστής, ταττόμενος μεταξὺ τοῦ πρωτολόγου καὶ τοῦ ὑστερολόγου, Τέλης παρὰ Στοβ. 68. 50.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ actor secundario Bio Bor.16A, Pseudo Acro Ep.1.18.14.

Greek Monolingual

δευτερολόγος, -ον (Α)
1. ο δεύτερος ομιλητής
2. δευτεραγωνιστής.