δευτεραγωνιστής
English (LSJ)
δευτεραγωνιστοῦ, ὁ,
A actor who takes second-class parts, Hsch.
2 metaph., seconder, supporter, D.19.10, Luc.Peregr.36.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 actor que representa los papeles secundarios Hsch.
•irón. comparsa de Iscandro, colaborador de Esquines, D.19.10, cf. Luc.Peregr.36.
2 lugarteniente c. gen. de pers., Eun.Hist.58.1.
German (Pape)
[Seite 552] ὁ, die zweite Rolle auf dem Theater spielend, der zweite Schauspieler, u. übh. wer vor Gericht od. sonst die zweite Rolle spielt, Dem. 19, 10; Luc. Peregr. 36.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
acteur des seconds rôles ; fig. orateur en sous-ordre, celui qui seconde le défenseur en titre.
Étymologie: δεύτερος, ἀγωνιστής ; cf. πρωταγωνιστής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δευτεραγωνιστής -οῦ, ὁ [δεύτερος, ἀγωνιστής] deuteragonist (toneelspeler die de tweede rol speelt).
Russian (Dvoretsky)
δευτερᾰγωνιστής: οῦ ὁ досл. второразрядный актер, перен. подсобное лицо, помощник Dem., Luc.
Greek Monolingual
ο (Α δευτεραγωνιστής)
ο ηθοποιός που ενσαρκώνει δεύτερους ρόλους ή χαρακτήρες στη θεατρική παράσταση
νεοελλ.
δευτερεύον πρόσωπο, εκείνος του οποίου η συμβολή σε κάτι δεν είναι η πρωταρχική
αρχ.
εκείνος που υποστηρίζει τις απόψεις ρήτορα που μίλησε προηγουμένως.
Greek Monotonic
δευτερᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, ηθοποιός που υποδύεται μέρη δεύτερης αξίας· μεταφ., κάποιος που υποστηρίζει αυτά που έχει πει ο προηγούμενος ρήτορας, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑποκριτὴς ὁ λαμβάνων δευτέρου λόγου ἄξια μέρη, Λατ. secundarius, Ἡσύχ.· πρβλ. πρωταγωνιστὴς, ὑστεραγωνιστής. 2) μεταφ., ὁ ὑποστηρίζων ῥήτορά τινα προλαλήσαντα, Δημ. 344. 8, Λούκ. Περεγρ. 36.
Middle Liddell
the actor who takes second-class parts: metaph. one who seconds a speaker, Dem.