δονακῖτις
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A of reed, ψήκτρα AP6.307 (Phan.). II Subst., = λευκὴ ἄκανθα, Ps.-Dsc.3.12.
German (Pape)
[Seite 656] ιδος; ψήκτρα, von Rohr, Phani. 6 (VI, 307).
Greek (Liddell-Scott)
δονακῖτις: -ιδος, ἡ, ἐκ καλάμου ψήκτρα Ἀνθ. Π. 6. 307· ὡς οὐσιαστ. = λευκὴ ἄκανθα, Διοσκ. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
ιδος
1 adj. f. de roseau;
2 subst. ἡ δονακῖτις aubépine, plante.
Étymologie: δόναξ.
Spanish (DGE)
(δονᾰκῖτις) -ιδος
• Morfología: [ac. δονακῖτιν AP 6.307 (Phan.)]
1 hecho de caña ψήκτρα δ. raspador de caña utilizado por los barberos AP l.c.
2 subst. ἡ δ. bot., otro n. de la ἄκανθα λευκή cardo blanco, Cirsium ferox (L.) DC., Ps.Dsc.3.12.