θυλακοτρώξ
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, ἡ,
A gnawing sacks, Hsch., Hdn.Gr.2.37.
German (Pape)
[Seite 1222] ῶγος, den Sack zernagend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, κατατρώγων θύλακας, «μῦς, οἱ δὲ ἀκρὶς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θυλακοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια
2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς
οἱ δὲ ἀκρίς» — ο ποντικός, κατ' άλλους η ακρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο-τρώξ, φυλλο-τρώξ.