ζυγοστάσιον
English (LSJ)
τό,
A weigh-house, CIG3705 (Apollonia ad Rhyndacum), JRS2.87 (Antioch in Pisidia): pl., IGRom.4.657 (Acmonia); -στασίου [τέλος] weighing-toll, BGU337.20 (ii/iii A.D.). 2 zygostasii munus, office of ζυγοστάτης, Cod.Just.11.28.1.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοστάσιον: τό, τόπος πρὸς ζύγισιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3705.
Greek Monolingual
ζυγοστάσιον, τὸ (Α)
1. ο τόπος όπου γίνεται η ζυγοστασία, η ζύγιση
2. η ζυγοστασία
3. το έργο του ζυγοστάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -στάσιον (< -στάτης < ίστημι), πρβλ. ενοικιο-στάσιον χοιρο-στάσιον].