αἰολόφωνος
English (LSJ)
ον,
A with changeful notes, ἀηδών Opp.H.1.728.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόφωνος: -ον, ποικιλόφωνος, ὁ τὴν φωνὴν ποικίλως τροποποιῶν, ἀηδών, Ὀππ. Ἁλ. 1. 728.
Spanish (DGE)
-ον
de voz con modulaciones cambiantes ἀηδών Opp.H.1.728, κιθάρα Nonn.D.8.233.