αἱμυλομήτης

Revision as of 14:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A of winning wiles, h.Merc.13.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς πανοῦργος, Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, ἔνθα ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile dans l’art de tromper.
Étymologie: αἱμύλος, μῆτις.

Spanish (DGE)

(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ de mente astutade Hermes h.Merc.13.

Greek Monotonic

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ (μήτις), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

αἱμῠλομήτης: ласкающийся, вкрадчивый (παῖς HH).

Middle Liddell

μήτις
of winning wiles, Hhymn.