winning
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
victorious: P. and V. κρείσσων, P. ἐπικρατής, καθυπέρτερος, V. ὑπέρτερος.
the winning side: P. and V. οἱ κρείσσονες, οἱ κρατοῦντες.
attractive: P. ἐπαγωγός, προσαγωγός, ἐφολκός.
charming: Ar. and P. χαρίεις, P. εὔχαρις, ἐπίχαρις.
delightful: P. and V. τερπνός, ἡδύς; see delightful.
persuasive: P. and V. πιθανός, εὐπειθής, πειστήριος.