γεωμιγής

Revision as of 14:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A mixed with earth, Str.12.7.3, Placit.3.2.6.

German (Pape)

[Seite 488] ές, mit Erde gemischt, Strab. XII, 571; Plut. Symp. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

γεωμῐγής: -ές, ἀναμεμιγμένος μετὰ γῆς, μετὰ χώματος, Στράβ. 571, Πλούτ. 2. 893Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mêlé de terre.
Étymologie: γῆ, μίγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές mezclado con tierra μῖγμα Str.12.7.3, πνεῦμα Plu.2.893c.

Greek Monolingual

γεωμιγής, -ές (Α)
ανακατεμένος με χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μιγής < εμίγην (παθ. αόρ. β' του μείγνυμι)].

Russian (Dvoretsky)

γεωμῐγής: смешанный с землей (πνεῦμα Plut.).