δυσήκεστος

Revision as of 15:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A hard to heal or cure, Hp.Fract.29, AP3.19 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu heilen; Hippocr.; vgl. Anth. III, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δυσήκεστος: -ον, δυσθεράπευτος, δυσίατος, Ἱππ. Ἀγμ. 770, Ἀνθ. Π. 3. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἀκέομαι.

Spanish (DGE)

v. δυσάκεστος.

Greek Monolingual

δυσήκεστος, -ον (Α)
δύσκολος να θεραπευθεί.

Greek Monotonic

δυσήκεστος: -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυσήκεστος: досл. с трудом исцелимый, перен. с трудом утолимый (κάματοι Anth.).

Middle Liddell

δυσ-ήκεστος, ον
hard to heal or cure, Anth.