αὐξίς

Revision as of 15:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Byz. for κορδύλη or σκορδύλη,

   A young of the tunny, Phryn.Com.56, Arist.HA571a17, Nic.Al.469.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξίς: ἰδος, ἡ, «αὐξίς, εἶδος θυννίδος, ἥν τινες κορδύλην λέγουσι, Φρύνιχος Τραγῳδοῖς» 7, Α. Β. 464. 5· ὅταν γὰρ τέκωσιν οἱ ἱχθύες ἐν τῷ Πόντῳ, γίγνονται ἐκ τοῦ ᾠοῦ ἂς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, Βυζάντινοι δὲ αὐξίδας διὰ τὰ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 13, Νικ. Ἀλεξιφ. 469. Ἡ γραφὴ αὔξις, ιδος, εἶναι ἡμαρτημένη.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
cría o alevín del atún τέμαχος αὐξίδος Phryn.Com.59, οἱ ἰχθύες ... ἃς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, οἱ δὲ Βυζάντιοι αὐξίδας διὰ τὸ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Arist.HA 571a17
sent. dud. tal vez bebida venenosa con sabor a pescado ὁπόταν λοπὶς αὐξίδα χραίνῃ Nic.Al.469.

Greek Monolingual

αὐξίς, η (Α)
μικρός τόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύξω ή < αύξη].
αὖξις, η (Α)
η αύξηση.

Russian (Dvoretsky)

αὐξίς: ίδος ἡ зоол. малек тунца Arst.