αὐξίς
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Byz. for κορδύλη or σκορδύλη, young of the tunny, Phryn.Com.56, Arist.HA571a17, Nic.Al.469.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
cría o alevín del atún τέμαχος αὐξίδος Phryn.Com.59, οἱ ἰχθύες ... ἃς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, οἱ δὲ Βυζάντιοι αὐξίδας διὰ τὸ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Arist.HA 571a17
•sent. dud. tal vez bebida venenosa con sabor a pescado ὁπόταν λοπὶς αὐξίδα χραίνῃ Nic.Al.469.
German (Pape)
ίδος, auch αὖξις geschr., ἡ, eine Art junger Thunfisch, Phryn. com. H.A. 464; Nic. Al. 469; vgl. Arist. H.A. 6.16.
Russian (Dvoretsky)
αὐξίς: ίδος ἡ зоол. малек тунца Arst.
Greek (Liddell-Scott)
αὐξίς: ἰδος, ἡ, «αὐξίς, εἶδος θυννίδος, ἥν τινες κορδύλην λέγουσι, Φρύνιχος Τραγῳδοῖς» 7, Α. Β. 464. 5· ὅταν γὰρ τέκωσιν οἱ ἱχθύες ἐν τῷ Πόντῳ, γίγνονται ἐκ τοῦ ᾠοῦ ἂς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, Βυζάντινοι δὲ αὐξίδας διὰ τὰ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 13, Νικ. Ἀλεξιφ. 469. Ἡ γραφὴ αὔξις, ιδος, εἶναι ἡμαρτημένη.
Greek Monolingual
αὐξίς, η (Α)
μικρός τόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύξω ή < αύξη].
αὖξις, η (Α)
η αύξηση.