κεφαλόρριζος
English (LSJ)
ον,
A with a bulbous root, Thphr.HP1.14.2.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλόρριζος: -ον, ἔχων βολβώδη ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14. 2.
Greek Monolingual
κεφαλόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].