κεφαλόρριζος

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόρριζος Medium diacritics: κεφαλόρριζος Low diacritics: κεφαλόρριζος Capitals: ΚΕΦΑΛΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: kephalórrizos Transliteration B: kephalorrizos Transliteration C: kefalorrizos Beta Code: kefalo/rrizos

English (LSJ)

κεφαλόρριζον, with a bulbous root, Thphr. HP 1.14.2.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλόρριζος: -ον, ἔχων βολβώδη ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14. 2.

Greek Monolingual

κεφαλόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκόρριζος, φλοιόρριζος].