λεγνωτός

Revision as of 17:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A with a coloured border, χιτών Call. Dian.12; λ. ῥάβδοι Nic.Th.726.

German (Pape)

[Seite 21] mit einem bunten Saum versehen; χιτών, Callim. Dian. 12; λεγνωταὶ ῥάβδοι, Nic. Ther. 726.

Greek (Liddell-Scott)

λεγνωτός: -ή, -όν, ἔχων κεχρωματισμένην παρυφήν, χιτὼν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 12, Χριστοδ. Ἔκφρ. 309· λ. ῥάβδοι Νικ. Θ. 726.

Greek Monolingual

λεγνωτός, -ή, -όν (Α) λέγνον
αυτός που έχει χρωματισμένη παρυφή («λεγνωτὸς χιτών», Καλλ.).