[ᾱ], ορος, ἡ,
A forsaker of her husband, of Helen, Stesich. 26.5.
λιπεσάνωρ ή λιπεσήνωρ -ορος, ἡ (Α)(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπεσ- παρεκτεταμένη μορφή του λιπ(ο)- + -ανωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δυσ-άνωρ, πολυ-άνωρ].