Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιπεσάνωρ

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπεσάνωρ Medium diacritics: λιπεσάνωρ Low diacritics: λιπεσάνωρ Capitals: ΛΙΠΕΣΑΝΩΡ
Transliteration A: lipesánōr Transliteration B: lipesanōr Transliteration C: lipesanor Beta Code: lipesa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ἡ, forsaker of her husband, of Helen, Stesich. 26.5.

Greek Monolingual

λιπεσάνωρ ή λιπεσήνωρ -ορος, ἡ (Α)
(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπεσ- παρεκτεταμένη μορφή του λιπ(ο)- + -ανωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δυσάνωρ, πολυάνωρ].