μελάνδρυς
English (LSJ)
ῠος, ὁ,
A a large kind of tunny, Pamphil. ap. Ath.3.121b:—hence μελάνδρυα (sc. τεμάχη), τά, cheap cuts of tunny, Xenocr. ap. Orib.2.58.146 (said to resemble black oak-roots, cf. Plin.HN9.48); and μελανδρύαι (sc. τόμοι), οἱ, Ath. l. c., 7.315e.
German (Pape)
[Seite 119] υος, ὁ, nach Ath. III, 121 b eine Art der größten Thunfische, wovon μελανδρύαι herkommt.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδρῡς: -ῠος, ὁ, εἶδος μεγάλου θύννου, Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 121Β· - ἐντεῦθεν μελάνδρυα (δηλ. τεμάχη), τά, τεμάχια, μερίδες θύννου, σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 174, καὶ μελανδρύαι (δηλ. τόμοι), οἱ, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 315D.