μεγαλογραφία

Revision as of 17:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A painting on a large scale, Vitr.7.4.4.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, Malerei großer Gegenstände, Sp., Vitruv. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογρᾰφία: ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.

Greek Monolingual

μεγαλογραφία, ἡ (Α) μεγαλογράφος
το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων.