μεγαλογράφος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
μεγαλογράφος, -ον (Α)
αυτός που γράφει για σπουδαία πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο-γράφος, ορθογράφος].