ον,
A having cut all its teeth, ἵππος Supp.Epigr.6.634; cf. ἄβολος.
-ον, Ααυτός που έχει όλα του τα δόντια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + -βόλος (< βολή < βάλλω «ρίχνω, απορρίπτω») με τη σημ. ότι έχει αποβάλει τα πρώτα του δόντια (πρβλ. ά-βολος (Ι)].