παντιβόλος

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντῐβόλος Medium diacritics: παντιβόλος Low diacritics: παντιβόλος Capitals: ΠΑΝΤΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pantibólos Transliteration B: pantibolos Transliteration C: pantivolos Beta Code: pantibo/los

English (LSJ)

παντιβόλον, having cut all its teeth, ἵππος Supp.Epigr.6.634; cf. ἄβολος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει όλα του τα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + -βόλος (< βολή < βάλλω «ρίχνω, απορρίπτω») με τη σημ. ότι έχει αποβάλει τα πρώτα του δόντια (πρβλ. ά-βολος (Ι)].