ἀπανδόκευτος

Revision as of 19:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A without an inn to rest at, ὁδός Democr.230.

German (Pape)

[Seite 278] ohne Gastgelage, Democrit. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανδόκευτος: -ον, ἄνευ πανδοκείου πρὸς ἀνάπαυσιν, βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 38.

Spanish (DGE)

-ον carente de posadas ὁδός Democr.B 230.

Greek Monolingual

ἀπανδόκευτος (-ον) (Α) πανδοκεύω
αυτός που δεν έχει πανδοχείο για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», Δημόκρ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀπανδόκευτος: не имеющий постоялых дворов (ὁδός Democr.).