ἀνεόρταστος
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
English (LSJ)
ἀνεόρταστον, without holidays or festive joy, βίος Democr.230, cf. Plu.2.1102b.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene fiestas, βίος Democr.B 230, ἄθεόν ἐστι καὶ ἀνεόρταστον es impío e indigno de una fiesta Plu.2.1102b.
German (Pape)
[Seite 224] nicht gefeiert, ohne Festlichkeiten, Themist.; Democr. Stob. 16, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fêtes.
Étymologie: ἀ, ἑορτάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεόρταστος: не сопровождаемый празднествами (βίος Democr.; ἄθεος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεόρταστος: -ον, (ἑορτάζω) ὁ ἄνευ ἑορτῶν ἢ ἑορταστικῶν ἀπολαύσεων, βίος ἀνεόρταστος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 138, Πλούτ. 2. 1102Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεόρταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε γιορτή
αρχ.
ο χωρίς γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («βίος ἀνεόρταστος»).