συνηρετέω

Revision as of 20:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

   A work with, assist, befriend, τινι S.Aj.1329 (as Lob. from Hsch. (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for συνηρετμεῖν) ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς . . ξυνηρετεῖ; E.Fr.776 (prob. cj. for συνηρεφεῖ codd. Stob.); ξ. τύχαις adapt oneself to... ib.282.7 (but κἀξυπηρετεῖν (codd. Gal.) may be right).

Greek (Liddell-Scott)

συνηρετέω: συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «σύμφωνος· ὡς ὁ ἐναντίος, ἀντηρέτης» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συνηρετμέω.

Greek Monotonic

συνηρετέω: μέλ. -ήσω (ἐρέτης), κωπηλάτω από κοινού· γενικά, βοηθώ, συμβάλλω, συμπράττω, τινί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνηρετέω: Soph. = συνηρετμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνηρετέω, Att. ook ξυνηρετέω [σύν, ἐρέτης] mederoeier zijn, meeroeien; overdr. meewerken (met), helpen; met dat.

Middle Liddell

fut. ήσω ἐρέτης
to assist in rowing: generally, to assist, befriend, τινί Soph.