ἀρυτήσιμος

Revision as of 20:56, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[<b class="b3">ᾰ], ον,</b>" to "[ᾰ], ον,")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A that can be drawn: drinkable, AP9.575 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρῠτήσιμος: -ον, ἐπὶ ὕδατος, ὃ ἀντλεῖ τις πρὸς πόσιν, πόσιμος, Ἀνθ. Π. 9. 575.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut puiser, potable.
Étymologie: ἀρύω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾱρῡ-]
que se puede sacar para beber, potable γλυκὺ νᾶμα θάλασσα βροτοῖς ἀρυτήσιμον ἕξει AP 9.575 (Phil.).

Greek Monotonic

ἀρῠτήσιμος: -ον (ἀρύω), κατάλληλος για πόση, πόσιμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρῠτήσιμος: могущий быть зачерпнутым, т. е. годный для питья (νᾶμα Anth.).

Middle Liddell

ἀρύω
fit to drink, Anth.