κατάσκληρος

Revision as of 21:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A very hard, Ph.Bel.71.30, Hippiatr. 96.

German (Pape)

[Seite 1379] hart, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκληρος: λίαν σκληρός, μήτε κατ. λίαν μήτε μαλακὸν Φίλων Math. Vett. σ. 71, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κατάσκληρος, -ον (AM)
υπερβολικά σκληρός.