καταχαλάω

Revision as of 21:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A let down, τινὰς διὰ θυρίδος LXX Jo.2.15.

Greek (Liddell-Scott)

καταχᾰλάω: ἐπὶ τὰ κάτω χαλῶ, καταβιβάζω (διὰ σχοινίου), τινα διὰ θυρίδος Ἑβδ. (Ἰησ. Ν. Β΄, 15), πρβλ. Γεώργ. Παχυμ. (Μιχ. Παλ. σ. 220) κ. σχοίνοις· «καταχαλάω· καθίημι» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶμαι χαλαρὸς ἢ ἀμελής, κατ. τῆς εὐγενείας Θεόδωρ. Μετοχ.· ἀμεταβ., τὸ θερμὸν καὶ ἔντονον ψυχροῦται καὶ καταχαλᾷ Γεώργ. Παχυμ. ΙΙΙ. διαλύω, καταστρέφω,, «χαλνῶ», Βυζ.