κροτοθόρυβος

Revision as of 21:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A loud applause, Epicur.Fr.143, Plu.2.45f, 1117a, Eun.Hist.p.259 D.

German (Pape)

[Seite 1513] ὁ, Lärm vom Schlagen od. Händeklatschen; Epicur. bei Plut. adv. Col. 17 non posse 13; vgl. D. L. 10, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κροτοθόρῠβος: ὁ, ἠχηρὰ ἐπικρότησις, ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος θόρυβος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruyant applaudissement.
Étymologie: κρότος, θόρυβος.

Greek Monolingual

κροτοθόρυβος, ὁ (Α)
ο ήχος τών χειροκροτημάτων, ηχηρή επιδοκιμασία ή επικρότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρότος + θόρυβος, είδος επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου].

Russian (Dvoretsky)

κροτοθόρῠβος: ὁ тж. pl. шумные рукоплескания Epicur. ap. Diog. L. et Plut.