επικρότηση
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
η (Μ ἐπικρότησις) επικροτώ
νεοελλ.
έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας («επικρότηση τών νέων μέτρων»)
μσν.
επίπληξη, επιτίμηση.