μελισσοκόμος

Revision as of 22:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A keeping bees, A.R.2.131, Opp.C.4.275.

German (Pape)

[Seite 124] Bienen pflegend, wartend, ὁ, Bienenzüchter, Ap. Rh. 2, 131; νύμφαι, Opp. Cyn. 4, 273.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοκόμος: -ον, μελισσουργός, μελισσεύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 131, Ὀππ. Κυν. 4. 275.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοκόμος και αττ. τ. μελιττοκόμος)
αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -κόμος (< κομῶ), πρβλ. γηρο-κόμος, ιππο-κόμος].