μελισσοκομία
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
Greek Monolingual
η
εκτροφή μελισσών με σκοπό την παραγωγή άφθονου και εκλεκτού μελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντόπουλου].