νεόθηκτος

Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A newly whetted, Suid.s.v. νεόσμηκτος.

German (Pape)

[Seite 242] = Vorigem, Plut. Al. 9; bei Suid. Erkl. von νεόσμηκτος.

Greek (Liddell-Scott)

νεόθηκτος: ον = τῷ προηγ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, θήγω.

Greek Monolingual

νεόθηκτος, -ον (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. εύ-θηκτος].

Russian (Dvoretsky)

νεόθηκτος: только что отточенный Plut.