νεόθηκτος
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
νεόθηκτον, newly whetted, Suid.s.v. νεόσμηκτος.
German (Pape)
[Seite 242] = Vorigem, Plut. Al. 9; bei Suid. Erkl. von νεόσμηκτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, θήγω.
Russian (Dvoretsky)
νεόθηκτος: только что отточенный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νεόθηκτος: ον = τῷ προηγ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
νεόθηκτος, -ον (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. εύθηκτος].