ξενοσσόος

Revision as of 22:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ion. ξειν-, ον,

   A saving strangers, Nonn.D.3.178.

German (Pape)

[Seite 278] ep. ξεινοσσόος, Fremde rettend, schützend, Nonn. D. 3, 176.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοσσόος: Ἰωνικ. ξειν-, ον, ὁ σῴζων ξένους, Νόνν. Δ. 3. 178.

Greek Monolingual

ξενοσσόος, ιων. τ. ξεινοσσόος, -ον (Α)
αυτός που σώζει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -σσόος (< σῶος / σόος «ασφαλής, σωσμένος»), πρβλ. τεκνο-σσόος].