ξενοσσόος
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
Ion. ξεινοσσόος, ον, saving strangers, Nonn. D. 3.178.
German (Pape)
[Seite 278] ep. ξεινοσσόος, Fremde rettend, schützend, Nonn. D. 3, 176.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοσσόος: Ἰωνικ. ξειν-, ον, ὁ σῴζων ξένους, Νόνν. Δ. 3. 178.
Greek Monolingual
ξενοσσόος, ιων. τ. ξεινοσσόος, -ον (Α)
αυτός που σώζει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -σσόος (< σῶος / σόος «ασφαλής, σωσμένος»), πρβλ. τεκνοσσόος].