παλίδορκος

Revision as of 08:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A looking back, cj. in Alcm.145.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίδορκος: -ον, ὁ ὀπίσω βλέπων, Ἀλκμάν 139.

Greek Monolingual

παλίδορκος, -ον (Α)
(πιθ. γρφ.) αυτός που βλέπει προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -δορκος (< δέρκομαι «βλέπω», πρβλ. δέδορκα), πρβλ. οξύ-δορκος].