περιθαρσής

Revision as of 08:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A very confident, A.R.1.152,195.

German (Pape)

[Seite 576] ές, sehr muthig, περιθαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195.

Greek (Liddell-Scott)

περιθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - θαρσήεις, εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, αὐτόθι σ. 189.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευ-θαρσής].